15 Μαρτίου 2012

TΑΚΗΣ ΚΑΡΝΑΒΑΣ: (3 Απρ.1936 - 20 Ιουλ.1999) - Οδοιπορικό της προσφοράς του ως Μουσικός

Το Πολιτιστικό κέντρο ΟΤΕ Αθηνών τίμησε για την προσφορά του στην παράδοση, τον Τάκη Καρναβά, παρουσία πλήθους κόσμου που ξεπέρασε τις προσδοκίες των διοργανωτών. 

Συμμετείχαν οι καλλιτέχνες: Πάνος Πλαστήρας (κλαρίνο) και οι τραγουδιστές: Αντώνης Κυρίτσης, Γιώργος Καψάλης, Βασίλης Αγραφιώτης, Θεόφιλος, Αρετή Κετιμέ, Βαγγέλης Κονιτόπουλος κ.λπ. 
Για τη ζωή και την μουσική του προσφορά στα δρώμενα του τόπου μας, μίλησε ο Νίκος Θεοδ. Μήτσης ο οποίος μέσα από αδιάσειστα στοιχεία που συνέλεξε, τα παρουσίασε στο κοινό και τα οποία έχουν ως ακολούθως: 

«Αυτό τον κόσμο που΄ μαστε
άλλοι τον είχαν πρώτα
σ΄ εμάς τον παραδώσανε
κι άλλοι τον καρτερούνε» 

Ο Τάκης Καρναβάς γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1936 στην ΚΑΝΔΗΛΑ Ξηρομέρου, και ήταν γιος του Γιώργου Καρναβά και της Βασιλικής Καπότη απ΄ την Κομποτή Ξηρομέρου. Το 1954 παντρεύτηκε (αφού την έκλεψε) την Αγγέλω Κοντογιώργη (με καταγωγή απ΄ το Νυδρί Λευκάδος) και απόκτησε τρία παιδιά, τον Παρασκευά, την Πολυξένη και τον Γιάννη. 
Ο πατέρας του Γιώργος Καρναβάς, έπαιζε Λαούτο και συμμετείχε σε τοπικές κομπανίες του τ. Δήμου Σολίου (νυν Αλυζίας), απ΄ όπου το μουσικό βάπτισμα - ο Τάκης ο Καρναβάς - το πήρε απ΄ τον πατέρα του και από τους εκεί ντόπιους Λαϊκούς Οργανοπαίχτες της Κανδήλας σε ηλικία 17 χρονών και πιο συγκεκριμένα από τους: Σπύρο Ζώτο (Λαούτο – Κιθάρα και Τραγούδι) ο οποίος κατάγονταν απ'  τη Φιλιπιάδα και ως Οργανοπαίχτης και πολύ καλός, τεχνίτης – Φανοποιός, κατέληξε μετά την Μικρασιατική καταστροφή, σώγαμπρος, στην Κανδήλα Ξηρομέρου, συνδυάζοντας το επάγγελμα του Φανοποιού - Γανωματή, με αυτό του περιστασιακού Μουσικού, στα χωριά πέριξ της Κανδήλας και όχι μόνο. 
Ο Σπύρος ο Ζώτος ήταν πολύ καλλίφωνος, γνώριζε δε από τραγούδια τον άμμο της θάλασσας και πάντρευε την Ηπειρώτικη μουσική παράδοση με αυτή της Αιτωλ/νίας, η οποία ως γνωστόν έχει πλείστα κοινά στοιχεία και μουσικές επιδράσεις. Ήταν, θάλεγα, ο πνευματικός – Μουσικός πατέρας, του Τάκη Καρναβά.  
Πρωτοξεκίνησε λοιπόν ο Καρναβάς, το 1952 και συνεργάστηκε ακόμη και με τους ντόπιους Λαϊκούς Οργανοπαίχτες της Κανδήλας, ήτοι τους: Στάθη Λύτρα ή Μπαχάκια (κλαρίνο), Νίτσα Κόλιο ή Φλιτζώρα (άριστος στο κλαρίνο και περιζήτητος), Γεράσιμο Κεραμίδα (βιολί), Γιάννη Βαρδή (κρουστά), Ντίνα (τραγουδίστρια) και το Χρήστο Σπ. Ζώτο (Λαούτο – Τραγούδι). 
Ξεκίνησε όπως προαναφέραμε, στα 1952 έχοντας ως κέντρο, την Κανδήλα και ακτίνα δράσης του, κυρίως τα χωριά του Ξηρομέρου όπως: Αρχοντοχώρι (Ζάβιτσα), Μύτικας, Βάρνακας, Παναγούλα, Βούστρι, Τρύφου, Αχυρά, Κατούνα, Κομποτή, Κωνωπίνα, Παπαδάτου, Σκουρτού, Μαχαιρά, Μπαμπίνη, Βλιζανά, και Αετό.  
Μέσω μεταφοράς των, στα χωριά αυτά, ήταν, τι άλλο, η πεζοπορία και τα γαιδουρομούλαρα κι αν και αυτά υπήρχαν … 
Τα γλέντια (γάμοι και πανηγύρια) γίνονταν τότε δίχως μικρόφωνα και κρατούσαν τουλάχιστον 3 ημέρες, η δε αμοιβή, έφτανε δεν έφτανε τις 200 δρχ. 
Όλα γίνονταν για το μεράκι… αν και μερικές φορές δέχονταν και την κοινωνική απαξίωση, τύπου: «ήρθαν οι γύφτοι» που έλεγαν τότε, για τους ντόπιους πλανόδιους περιστασιακούς λαϊκούς οργανοπαίχτες στον τ. Δήμο Σολίου (νυν Αλυζίας). 
Αυτοί οι Μουσικοί, παρά, τις όποιες αντίξοες συνθήκες, όχι μόνο δεν κλονίσθηκαν, αλλά διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού και μετέφεραν από στόμα σε στόμα την παράδοση του τόπου μας μέχρι και σήμερα. Εξού και η λαϊκή ρήση: 

Ξέρω τραγούδια θάλασσα και τον νηχώ διαλέγω, 
Φάτε και πιέτε βρε παιδιά γλεντήστε να χαρούμε. 

Εκτός των προαναφερθέντων χωριών, ο Τάκης ο Καρναβάς επισκεπτόταν με τους ντόπιους Μουσικούς της Κανδήλας και τα χωριά της Βόνιτσας όπως: Ζαβέρδα (Πάλαιρος), Πωγωνιά, Σκλάβαινα, Πλαγιά, Περατιά, Μοναστηράκι, Παλιάμπελα, αλλά και απέναντι στα νησιά Κάλαμος και Καστός. 
Η αλήθεια είναι, ότι το Μοναστηράκι Βονίτσης του έδωσε μεγάλη ώθηση και όχι μόνο. Στο Μοναστηράκι δε, έπαιξε για τελευταία φορά το 1995 με τον μόνιμο σε κλαρίνο συνεργάτη του – τα τελευταία του χρόνια – τον Πάνο τον Πλαστήρα. 
Εν τω μεταξύ στα 1953 και για 4 συνεχή χρόνια, βρέθηκε στη βρυσομάνα των Μουσικών, το χωριό Κανδήλα Ξηρομέρου, ο Βασίλης ο Σαλέας, ο μετέπειτα κορυφαίος κλαρινίστας της Ελλάδας. 
Αγαθή τύχη και σημαντικός σταθμός, έλαχε, για τον νεαρό τότε Καρναβά, στο ξεκίνημά του, να συνεργαστεί με τον φτασμένο μουσικό, Βασίλη Σαλέα, οργώνοντας στη κυριολεξία το Ξηρόμερο, μιας και ο Σαλέας, ως ερωτευμένος με τη Γιαννούλα (Γύφτσα), κόρη του γύφτο – Παύλου που έμενε χρονικής στη Κανδήλα, έμενε ο Σαλέας στην Κανδήλα κι έπαιζε για τον έρωτα του και το μεράκι του, έχοντας δίπλα του και το ανερχόμενο αστέρι, τον Τάκη Καρναβά. 
Έμεινε ο Βασίλης Σαλέας στη Κανδήλα κοντά στα 4 χρόνια (ως το 1958), παίζοντας στα γύρω χωριά και συχνά – πολύ συχνά, στο Μύτικα (ως αστικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής από κείνα τα χρόνια) και στα Καφενεία των: Νίκου Παλιογιάννη και του Γιάννη Τζεφρώνη, αλλά και σε γάμους στα γύρω χωριά κυρίως στην Κανδήλα και στο Αρχοντοχώρι (Ζάβιτσα) όπου το 1956 στο Αρχοντοχώρι έπαιζαν στο γάμο του Επαμεινώνδα Σωκρ. Μήτση για 3 συνεχόμενες μέρες. Ο γάμος αυτός μολογιόταν για χρόνια !! στη Ζάβιτσα. 
Χρυσές εποχές μολογάν οι παλιοί, άφηναν τα γλέντια του Βασίλη Σαλέα με τον Τάκη Καρναβά στο Ξηρόμερο και δη, στον τ. Δήμο Σολλίου (Κανδήλα, Μύτικας, Βάρνακας, Βάτος, Παναγούλα ,  και Αρχοντοχώρι) και προσφάτως Αλυζίας (1998-2010) που καταργήθηκε το 2010 και ενσωματώθηκε από το 2011 στον ενιαίο πλέον Δήμο ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ. 
Κάποια στιγμή, μοιραία ο Σαλέας (ως απόδημος από τη ράτσα του) φεύγει και έρχεται στην Αθήνα, όπου γραμμοφωνεί τις επιτυχίες, 

Α. Το Τραγούδι 
« όσο καλά κι αν τα περνώ μια μαυροφόρα δεν ξεχνώ,  
τη μαυροφόρα τη Γιαννούλα που μούχει κάψει τη καρδούλα. 
Σε περιμένω μελαχρινέ μου και πάρεμε Βασιλικέ μου.» 

Β . Το Τραγούδι 
«Φόρα τα μαύρα Γιαννούλα μου 
Φόρα τα μαύρα φόρατα, (δις) Γιατί σου πάνε όμορφα» 

Επιτυχίες διαχρονικές, με σεβασμό στον έρωτα του για τη γυφτοπούλα τη Γιαννούλα, που τόσο πολύ αγαπούσε και τελικά αργότερα την παντρεύτηκε ο Βασίλης Σαλέας. 
Και ο Τάκης Καρναβάς τι απόγινε όταν έφυγε ο Βασίλης Σαλέας απ' την Κανδήλα; Αναζήτησε και αυτός νέους Μουσικούς ορίζοντες. Δεν τον κράταγε πια η τοπική μουσική ενασχόληση στα χωριά του Ξηρομέρου. 
Έτσι, αφού είχε συνεργαστεί και διδαχθεί τα μέγιστα από τους τοπικούς Λαϊκούς Οργανοπαίχτες που προαναφέραμε και κυρίως με τον Βασ. Σαλέα, φεύγει και μαζί με τον Χρήστο Ζώτο βρίσκονται στη γειτονική Λευκάδα, όπου συνεργάστηκαν με τους: Θαν. Βλάχο (κλαρίνο), Σπ. Κατωπόδη (κλαρίνο), Γερ. Κούρτη ή Μίλαρης, Γιώργο Αθανίτη, Αντ. Λεονταρίτση και Μήτσο Τσουρούφλη, όλοι τους εξαίρετοι ντόπιοι κλαρινετίστες της Λευκάδας. 
Θα πρέπει να επισημάνουμε επίσης, ότι στα πανηγύρια και στους γάμους, σχεδόν μέχρι το 1975, ο Καρναβάς, εκτός του ότι τραγουδούσε καλλίφωνα, έπαιζε πολύ καλά, ισάξια θα λέγαμε με τη φωνή του και κιθάρα, αλλά και άλλα έγχορδα μουσικά όργανα. 
Μετά την Λευκάδα, ο Καρναβάς, ρίχτηκε απέναντι στην Πρέβεζα, όπου συνεργάστηκε με τους αδελφούς Νταή, ήτοι τους: Νίκο, Βελισσάρη και Γιώργο Ντίκο ή Νταής και με τον Βασίλη Μπεσίρη ή Τουρκοβασίλη, πολύ καλό κλαρίνο για την εποχή εκείνη και από τους μόνιμους επισκέπτες των χωριών του Ξηρομέρου και ιδιαίτερα στον Μύτικα (αποκριές, πανηγύρι Αη Νικόλα, Αγ. Ελεούσας, Γάμοι, αρραβώνες, Σαββατοκύριακα κ.λ.π) όπου μαζεύονταν απ'  τα γύρω χωριά και γλένταγαν. 
Το να πας, εκείνα τα χρόνια στο Μύτικα, ήταν τρανή χαρά για τους ηλιοκαμένους ξωμάχους και ποιμένες της περιοχής. 
Ανήσυχος ο Καρναβάς, δεν έμενε άλλο στα τοπικά ακούσματα του Ξηρομέρου – Λευκάδας και Πρέβεζας. Ήθελε να εμπλουτίσει το Μουσικό του «αυτί» και με άλλα ακούσματα. 
Έτσι γύρω στα 1959 - 1960 βρίσκεται στα ΓΙΑΝΝΕΝΑ, όπου συνεργάζεται, πρώτα με τον δεξιοτέχνη κλαρινίστα Γιώργο Μπραχόπουλο και μετά με τους αδελφούς Πάνο και Θανάση Χαλιγιάννη. Ένα τέτοιο ταλέντο σαν τον Καρναβά, δεν μπορούσε να διαφύγει και της προσοχής των Αδελφών Χαλκιά: Τάσου & Φώτη. Συνεργάσθηκε ο Καρναβάς στα Γιάννενα με τους Χαλκιάδες και για ένα διάστημα ήρθε στο Ξηρόμερο (Κατούνα, Μοναστηράκι, Βόνιτσα) με τους Χαλκιάδες παίζοντας μαζί τους στους γάμους και στα πανηγύρια της περιοχής Ξηρομέρου. 
Σφυρηλατήθηκε ο Τάκης ο Καρναβάς για μια 8 ετία με ακούσματα, του Δυτικού Πολιτισμού, της Λευκάδας (τα Επτάνησα είχαν και εξακολουθούν να έχουν υψηλής ποιότητας μουσική κουλτούρα), της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων. 
Αργότερα, αφού πέρασε για πολύ λίγο καιρο και στην Άρτα, συνεργάζεται φευγαλέα με τους Σουκαίους (Βασίλη και Βαγγέλη στο κλαρίνο, Φώτη στο Βιολί και Τάκη στο ακορντεόν). Μεγάλη και τρανή μουσική οικογένεια οι Σουκαίοι, ισάξια, των Χαλκιάδων. 
Κατεβαίνει από την Άρτα ο Καρναβάς στο ΑΓΡΙΝΙΟ περί τα 1960, όπου είχε την τύχη να συνεργαστεί με τον κορυφαίο (μετά τον Σαλέα) κλαρινίστα για εκείνη την εποχή, τον Παρασκευά Κουτρομάνο τον επονομαζόμενο και Γυφτοπαρασκευά. 
Στο Αγρίνιο συνεργάστηκε επίσης με τους Ανδρέα και Αργύρη. Θεοδωρόπουλο (κλαρίνο) και τον Γιάννη Μαϊκαντή (τραγούδι). 
Χρυσές εποχές άφησε ο Καρναβάς στα κέντρα διασκεδάσεως του Αγρινίου, όπως: το Μούλεν – Ρούζ του Σπ. Σιγκούνα, τις Εφτά Μουριές του Θωμ. Ζαρκαδούλα στον Άγ. Κων/νο, του Γιώργη Τσάφη και του Θαν. Καλατζή στον Άγ. Χριστόφορο, όπου ως γνωστόν τα κέντρα αυτά λειτουργούσαν τότε κάθε βράδυ. 
Με αφετηρία λοιπόν το Αγρίνιο και ακτίνα τα χωριά: της Μακρυνείας, τα χωριά στο κατώμερο (κάτω Ξηρόμερο) όπως: Μάστρου, Πεντάλοφος, Παλιομάνινα, Ρίγανη, ΄Οχθια, Γουριώτισσα και τα χωριά της Μακρυνείας & Παραβόλας, ο Καρναβάς, βάζει την μουσική του σφραγίδα και το ταλέντο του και αφήνει χρυσή εποχή και σ΄ αυτή την περιοχή του Λεκανοπεδίου του ΑΓΡΙΝΙΟΥ και της Μακρυνείας. 
Παράλληλα ο Καρναβάς, τραγουδάει στους γάμους και στα πανηγύρια και φτάνει μέχρι το Μεσολόγγι, όπου συνεργάστηκε με τον Πάνο Σκούρα (κλαρίνο), Γιώργο Σκούρα (σαντούρι), Θαν. Σκούρα (βιολί), η δε φήμη του Καρναβά απλώνεται ως το Καρπενήσι, την Ναύπακτο, την Ιτέα, το Λιδωρίκι και την Άμφισσα, συμμετέχοντας στους Γάμους και τα πανηγύρια τους. 

Ολοκληρώνεται και καταξιώνεται, λοιπόν, ο Καρναβάς στη Δυτική Ελλάδα (Λευκάδα – Πρέβεζα – Γιάννενα – Αγρίνιο – Μεσολόγγι – Ναύπακτο – Άμφισσα) μέσα σε 8 χρόνια, δίχως διαφημιστικές καμπάνιες, βίντεο κλιπ, σπόνσορες, τηλεοράσεις κ.λ.π, κ.λ.π, αλλά με το πηγαίο ταλέντο του, τις χαρισματικές φωνητικές του ικανότητές και τη μεγάλη εκφραστικότητα, όπου συγκινούσε και συνέπαιρνε νέους μεσόκοπους και γερόντους ακροατές του, στα πανηγύρια και στους γάμους. Οι ακροατές, όταν τραγουδούσε ο Καρναβάς, εκστασιάζονταν και κατέφευγαν σε ακραίες εκδηλώσεις θαυμασμού και όχι μόνο (σπασίματα, μεθύσια,  κ.λ.π), που όμοιες τους, δεν έχουν γίνει για κανένα παραδοσιακό τραγουδιστή στην Ελλάδα .  

Και όλα αυτά όπως προαναφέραμε μέσα σε 8 χρόνια (1952 - 1960). 

Γύρω στα 1961 τον καλεί στην Αθήνα ο Βασίλης ο Σούκας, αφού γνωριστήκανε και δουλέψανε, όπως προείπαμε, για λίγο διάστημα στην Άρτα και από τότε συνεργάζονται επισήμως και για αρκετά έτη στην Αθήνα και δη στα κέντρα: Ελληνικό Γλέντι, Πετροκότσυφας, Κότζακ, Γλυκοχαράματα και το 1964 , γραμμοφωνεί τα τραγούδια «Αδέρφια μη μαλώνετε», «Ξελογιάστρα», με την εταιρία Κολούμπια, και την άλλη χρονιά γραμοφωνεί τα τραγούδια: 
«τ΄ έχουν της Μάνης τα βουνά», «Βασίλω Καλαματιανή» με την εταιρία Μάστερ μποξ. 
Το 1965 συνεργάζεται με τον κλαρινίστα Γιάννη Βασιλόπουλο και γραμμοφωνούν τις επιτυχίες   «ο Παλαμιώτης», «η Γυφτοπούλα», «έλα στη μεγάλη ιτιά», «φίλοι γιατί σκορπίσατε». Σχεδόν κάθε χρόνο, ο Καρναβάς έβγαζε 4 –5 δισκάκια των 45 στροφών και όλα αυτά με επιτυχία ανά το Πανελλήνιο. Η εταιρεία που γραμμοφώνησε τα περισσότερα τραγούδια του, ήταν, η Μιούζικ μποξ -εταιρεία του Βασίλη Σούκα- αλλά και με την ΜΙΝΟΣ ΜΑΤΣΑΣ και ΥΙΟΣ, ΠΑΝΑΦΟΝ, ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, ΦΟΙΝΙΞ κ.λπ εταιρίες. 

Απ΄ το 1962 έως το 1972, αυτή η δεκαετία είναι η χρυσή εποχή του Καρναβά, όπου κυκλοφόρησε πάνω από 250 μικρά δισκάκια των 45 στροφών και αργότερα γραμοφώνησε, 25 μεγάλους δίσκους των 12 τραγουδιών (τα περισσότερα με το Βας. Σούκα), η δε φήμη του, έφτασε πέραν των ορίων της Ελλάδος, ταξίδεψε και τραγούδησε στους απόδημους πρώτα της Γερμανίας και του Βελγίου και ακολούθως: Αυστραλία, Καναδά και Αμερική. 
Οι απόδημοι Ξηρομερίτες – Αιτ/νες και Ρουμελιώτες, στο πρόσωπο του, αναγνώριζαν την λησμονημένη πατρίδα, τη μάνα, τον πατέρα  τ΄ αδέλφια και το χωριό τους που είχαν αφήσει πίσω. Και στους απόδημους, όπως και στον ελλαδικό χώρο, ο Καρναβάς άφησε με χρυσά γράμματα ανεξίτηλα τη σφραγίδα του. 

Ενώ το 90 % των τραγουδιών του, τα είχε γραμμοφωνήσει με τον Βασ. Σούκα, εν τούτοις ο Καρναβάς, όπως μας αφηγείται ο λαουτιέρης – σολίστας Χρ. Ζώτος, όταν έπαιζε με τον Γιάννη Βασιλόπουλο και στο πατάρι ήταν: Τασία Βέρα, Σοφία Κολητήρη, Αργυρούλα, Φρόσω Βέρα, Φ. Πυργάκη, Β. Χριστιά έκλαιγε στη κυριολεξία και τα έδινε όλα...
Ήταν φαίνεται, η μουσική χημεία που τους έδενε όλους... 
Συνεργάστηκε επίσης και με άλλους αξιολογότατους καλλιτέχνες (τραγουδιστές - κλαρίνα), που αριθμώντας τους επί της παρούσης, φοβάμαι μήπως ξεχάσω κάποιον και άθελα μου τους αδικήσω. 
Τραγουδούσε, ο Τάκης ο Καρναβάς, σε ψιλές αλλά και χαμηλές νότες, πράγμα σπάνιο για σημερινό φτασμένο καλλιτέχνη. 
Ήταν με λίγα λόγια χαρισματικός τραγουδιστής, όπου θητεύσας κοντά σε λαϊκούς οργανοπαίχτες και σε ονόματα όπως: Βας. Σαλέας, Ν. Νταής, Β. Τουρκοβασίλης, Γ. Μπραχόπουλος, Τάσος Χαλκιάς, Βασ.& Βαγ. Σούκας, Β. Κοκκώνης, Γ. & Θ. Βασιλόπουλος, Μ. Βασιλειάδης, Π. Πλαστήρας, ο Γυφτοπαρασκευάς κ.λ.π, πήρε πολλά απ'  αυτούς, αλλά και έδωσε πολλά, μα πάνω απ΄ όλα έδωσε το δικό του παραδοσιακό μουσικό δρόμο και τον ηχώ των τραγουδιών πάνω σε παραδοσιακό καμβά και όχι δημοτικίζοντες νερόβραστες αηδίες που τολμούν να ηχογραφούν και δυστυχώς και να τραγουδούν σημερινοί «μουσικο » του «γλυκού νερού και της αρπαχτής». 
Τραγούδησε ο Καρναβάς τραγούδια της ξενιτιάς, του πόνου, του χωρισμού, του έρωτα, αλλά και πολλά μελωδικά επιτραπέζια – κλέφτικα. 
Φτερούγιζε η ψυχή σου, όταν άκουγες τον Τάκη Καρναβά να τραγουδάει το μελωδικό και ερωτικό τραγούδι: 
Απόψε κρύο έκανε ματάκια μου, κρυό και τραμουντάνα, 
τα περιγιάλια πήξανε κι οι βρύσες μαρμαρώσαν, 
και σεις περιβολάκια μου ματάκια μου, ομόρφα στολισμένα, 
μην είδατε τον αρνητή ματάκια μου, τον ψεύτη της αγάπης, 
πόντας φιλούσε ν' έλεγε, η αγάπη δεν αρνιέται, 
κι τώρα μαπαράτησε ματάκια μου, σαν καλαμιά στο κάμπο. 

Ή, το λυρικότατο και πασίγνωστο τραγούδι: 
Νεραντζούλα φουντωμένη πούνε τάνθη, σου Νεραντζούλα 

Ή, το ωραιότατο ερωτικό αριστούργημα σε στίχους και μελωδία: 
Τώρα τα πουλιά τωρά τα χελιδόνια,τώρα οι πέρδικες 
συχνολαλούν και λένε, ξύπνα αγάπη μου, ξυπνά καλέμ΄ αφέντη, 
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κιασπρονε λαιμό. 

Ή, το γαμήλιο (πατινάδα) εκστασιακό τραγούδι. 
Να 'χα να ρόιδο να 'ριχνα στο πέρα παραθύρι, 
Να τσάκιζα το μαστραπά πούχει το μόσχο μέσα… 

Ή, το θεσπέσιο σε στίχους και όχι μόνο, επιτραπέζιο τραγούδι. 
Ποιο να 'ναι κείνο το αστρί που πάει κοντά στην πούλια 
Κείνο μου φέγγει κι έρχομαι Δέσπω μου στην αυλή σου 
Βρίσκω την πόρτα σου κλειστή και τα κλειδιά παρμένα 
Σκύβω φιλώ την κλειδαριά. (τραγούδι με σεβασμό και βαθύ νόημα) 

Ή, την πασίγνωστη ανά το Πανελλήνιο Λαφίνα: 
Όλα τα λάφια βόσκουνε κι’ όλα δροσολογούνται 
και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα, 
μόνο τ' απόσκια περπατεί τ' απόζερβα διαβαίνει 
κι όπ΄ εύρει γάργαρο νερό θολώνει και το πίνει... 
(απ ΄ τ΄αριστουργηματικότερα θάλεγα ερωτικά παραδοσιακά μας τραγούδια) 

Μα, αν έλαχε και είχες άνθρωπό σου στην ξενιτειά ή πόνο στα σωθικά σου, όταν σ΄ έτρωγε το σαράκι του νόστου του αγαπημένου σου και άκουγες απ΄ τον Τάκη Καρναβά, το παρακάτω τραγούδι, δεν βάσταγες, λύγιζες και έκλαιγες με λυγμούς και αναφιλητά σα μωρό παιδί, γιατί, ο Καρναβάς σου άγγιζε τον πόνο σου, την ψυχή σου, τον άνθρωπο σου, το είναι σου… και αυτό το τραγούδι δεν είναι άλλο παρά το γνωστό: 

Ξενιτεμένο μου πουλί κι αλαργινό μου αηδόνι 
Η ξενιτιά σε χαίρεται κι ΄γώ χω τον καημό μου 
Τι να σου στείλω ξένε μου αφτού στα ξένα που 'σαι 
Σου στέλνω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει 
Σου στέλνω κι το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντήλι 
Το δάκρυ μ΄ είναι καφτερό κι καίει το μαντήλι … 

ή, όπως όταν τραγουδούσε και τα γνωστά κλέφτικα και όχι μόνο παραδοσιακά μας τραγούδια, όπως τα ακόλουθα: 
Ο Γέρο Νότης, Θρήνος μεγάλος έγινε, Του Κίτσου η μάνα, Κλείσαν οι στράτες του Μοριά, Σωτήρχαινας, Μια παρασκευή κι ενά Σαββάτο βράδυ, Διαμαντούλα, Μαρουσιάννα, Σαν πας πουλί μ'  κατ΄ την Πλαγιά, και τα τραγούδια: Μαργιολικό, Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, Τρία καλάνε στο ντουνιά, Σήκω Διαμάντω, Θεέ μου παντοδύναμε,Τρικαλινή μου πέρδικα, Τι να της κάνω της καρδιάς, Όλα τ΄ αμπέλια γύρισα κ.λ.π. 
Ταπεινή μου άποψη είναι, ότι, το φαινόμενο ΚΑΡΝΑΒΑΣ εντοπίζεται, ιδιαίτερα, μέσα απ΄ τα κλέφτικα – επιτραπέζια τραγούδια, γιατί εκεί, διαπιστώνεις τα τσακίσματα της φωνής του, τις ψηλές ή χαμηλές κορώνες, τους μουσικούς παραδοσιακούς δρόμους και κυρίως την συγκίνηση της φωνής, που διέκρινε τον ανεπανάληπτο Τάκη Καρναβά, όταν τραγουδούσε και τα έδινε στο πατάρι… όλα, για το μεράκι και τον καημό, για τη λεβεντιά και την αγάπη, για ό,τι τον πονούσε... Και ως άνθρωπο κάτι τον απασχολούσε και τον πονούσε και μάλιστα πολύ «βαριά …». 
Του άρεσε του Καρναβά η καλή ζωή, το ακριβό ντύσιμο, τα δακτυλίδια και οι βαριές καδένες. Ήταν αρχοντάνθρωπος, κιμπάρης με τα ούλα του και αυτοδίδακτος μουσικός με οικογενειακή παράδοση στη μουσική. 
Στα τραγούδια του Καρναβά είναι ζωγραφισμένη όλη η ζωή, με τις χαρές και τις λύπες της, τις περιπέτειες και τις συγκινήσεις, τη λεβεντιά και την περηφάνια, τον ηρωισμό και την παλικαριά, τον έρωτα και την ξενιτιά, με λίγα λόγια, την ατόφια ελληνική ψυχή. 
Ξεκίνησε από το μηδέν και διάνυσε 45 και πλέον χρόνια προσφοράς στο παραδοσιακό τραγούδι, φτάνοντας στην κορυφή, αλλά και πιο πάνω απ΄ αυτήν, πάντα, με την αξία του. 
Μια αξία, που γιαυτόν έλεγαν, όπως: π.χ ο αείμνηστος Γιάννης Βασιλόπουλος μας είπε για τον Καρναβά, ότι: 
ένας Καζαντζίδης στα Λαϊκά και ένας Καρναβάς στα Δημοτικά αξίζουνε. Ενώ ο Αλέκος Κιτσάκης αναφέρει: ότι στο δημοτικό τραγούδι υπάρχουν 2 μουσικές «σχολές», του Γεροδήμου (Τζουμέρκα) και του Τάκη του Καρναβά (Ξηρόμερο). 
Οι άλλοι απλά λεγόμαστε τραγουδιστές. 
Ο δε Χρ. Ζώτος, λαουτιέρης – σολίστας και Καθηγητής Μουσικής στο ΤΕΙ ΄Αρτας μας είπε ότι: ούτε μετά από 3 αιώνες δεν πρόκειται να ξαναβγεί Καρναβάς στο τραγούδι. 
Ο δε Βασίλης Σαλέας έλεγε για τον Καρναβά: αυτόν (δηλ. τον Καρναβά), στα πανηγύρια πρέπει να τον φέρνουν με ελικόπτερο και όχι με Ταξί, όπως συνήθιζε, στις δόξες του, να πηγαίνει με ταξί, ο αρχοντάνθρωπος Καρναβάς, στα πανηγύρια π.χ : στο Μοναστηράκι, Κανδήλα  Ζάβιτσα, Ρίγανη, Καλύβια, Πεντάλοφο, Αγγελόκαστρο, Παλιομάνινα, Κωστακιούς Άρτας, Πρέβεζα, Άρτα, Γιάννενα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Λαμία, Μακρακώμη, Δομοκό, Θήβα, Βάγια, Δόμβραινα, Λειβαδιά, Αράχωβα, Καλάβρυτα,Νεμέα, Τρίπολη, Λεβίδη, Βυτίνα, Λαγκάδια, Κλειτορία, Κάτω Αχαγιά, Αμαλιάδα, κ.λ.π. 
Ο Καρναβάς ήταν ένα φαινόμενο, που βέβαιο είναι ότι θα μελετηθεί από εκείνους που θα ασχοληθούν κάποτε σοβαρά και επί της ουσίας με το παραδοσιακό ελληνικό τραγούδι. 
Ευτυχώς υπάρχουν εκατοντάδες ηχογραφήσεις του. Και αυτές δεν μπορούν να τις σβήσουν ούτε να τις εξαφανίσουν οι απαίδευτοι περί της παραδόσεως μικροαστοί και τα κανάλια τους, που καθορίζουν τα τελευταία χρόνια το θεματολόγιο της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας μας. 
Ο Τάκης Καρναβάς πέθανε στην Κανδήλα Ξηρομέρου στις 20 Ιουλίου 1999 σε ηλικία 63 ετών, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε, τιμής ένεκεν, με δημοσία δαπάνη, από τον τ. Δήμο Αλυζίας στην Κανδήλα απ΄ όπου και καταγόταν. Η ειρωνεία της τύχης, ήθελε, η μάνα του, η Βασιλική Καρναβά, να του κλείσει τα μάτια του στο στερνό και αιώνιο ταξίδι του... 
Αυτός ήταν εν ολίγοις, ο Τάκης ΚΑΡΝΑΒΑΣ, που σήμερα 14 Μαρτίου 2012 το Πολιτιστικό Κέντρο του ΟΤΕ Αθηνών πραγματοποιεί αυτή την εκδήλωση στη μνήμη του. 
Παρόμοια εκδήλωση πραγματοποίησε στις 23-5-2004 στο 10ο Αντάμωμα Ξηρομεριτών και η Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου, τιμώντας τον Μουσικό, Τάκη Καρναβά, και την προσφορά του στην Ελληνική παράδοση. 
Ήταν το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε για τον συμπατριώτη μας Μουσικό Τάκη Καρναβά. 
Του το χρωστούσαμε…

Νίκος Θεοδ. Μήτσης 
Αρχοντοχώρι (Ζάβιτσα) Ξηρομέρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου