28 Οκτωβρίου 2014

Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης: Η Μάχη στο Μοναστηράκι Βόνιτσας

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Χριστόφορου Ράπτη:
Τη νύχτα 12 προς 13 Ιουλίου του 1944 τμήματα του 24ου συντάγματος του ΕΛΑΣ πραγματοποίησαν επίθεση στα τμήματα του γερμανικού στρατού κατοχής στο Μοναστηράκι Ξηρομέρου.
Μικρό απόσπασμα ανταρτών έλαβε αρχικά θέση στο Τραυλοχώρι, ύψωμα ανατολικά από το χωριό, με σκοπό να εξασφαλιστεί η έξοδος των τμημάτων που θα πραγματοποιούσαν τη κύρια επίθεση. Αργότερα άρχισε η κύρια επίθεση από την τοποθεσία Ράχη του Σούτη.
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, υποχώρησαν από τις θέσεις τους και η επίθεση τελείωσε με την ομαλή αποχώρηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ από το χωριό.
Σε αντίποινα για την ενέργεια αυτή του ΕΛΑΣ οι γερμανοί κατακτητές συνέλαβαν την επόμενη ημέρα τον Ιερομόναχο Ιάκωβο Μαυροκέφαλο τότε ηγούμενο της ιεράς μονής Ρόμβου, τον ιερέα Κων/νο Μπόκο τότε εφημέριο στο χωριό μας, και τους λαικούς Δημήτριο Μάνθο, Αγγελο Β. Φίλιππο, Κων/νο Μαραγκό, Νικόλαο Κουκουτσέλο, Ιωάννη Λειχούδη και Αθανάσιο Κούτσικο.
Τους μετέφεραν με τα πόδια και φορτωμένους με πυρομαχικά στη Βόνιτσα όπου αφού άφησαν ελεύθερο τον π. Κων/νο Μπόκο εκτέλεσαν τους υπόλοιπους στο νεκροταφείο της Βόνιτσας την 13η Ιουλίου 1944. Στη συνέχεια παραθέτουμε τη διήγηση του Χριστόφορου Ράπτη που έλαβε μέρος στην επιχείρηση.

 
Χριστόφορος Ράπτης
Μέλος του Κ.Κ.Ε. και Εαμίτης.
Μαχητής του ΕΛΑΣ και ΔΣΕ.
Μετά τη Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο έζησε στη Πολωνία.

Αυτά όλα που περιγράφω παραπάνω στο Ξηρόμερο έγιναν μέσα σε δέκα μέρες. Από τον Αχυρά ο λόχος μετακινήθηκε για το Βούστρι. Εκεί μείναμε κανα-δυο μέρες και μία βραδιά, στις 11 Ιούλη, κινηθήκαμε προς Άη-Βασίλη (Θύρρειο). Δεν ξέραμε για πού πάμε, όμως ήταν φανερό πως πηγαίναμε για σοβαρή επιχείρηση. Όταν ξημέρωσε λημεριάσαμε σ’ ένα δάσος με κουμαριές. Μετά το μεσημέρι ο Μπατάγιας μου είπε να πάρω το ντουφέκι μου και ό,τι άλλο έχω και να πάω στη διοίκηση του συντάγματος. Με κατατόπισε πού πρέπει να πάω.

Πήγα στη διοίκηση, στον Αραχναίο. Ο Αραχναίος μου είπε: «Εσύ με τον Παπάρα θα πάρετε ένα εφεδρικό τμήμα και μ’ αυτό θα πιάσετε το Τραυλοχώρι, ύψωμα ανατολικά από το Μοναστηράκι που δεσπόζει σ’ όλο το χωριό. Θα χετε σύνδεσμο που ξέρει καλά το μέρος. Έχουμε πληροφορίες ότι στο Τραυλοχώρι οι Γερμανοί τη νύχτα βγάζουν συχνά φυλάκιο. Απόψε δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Θα πάτε προσεκτικά να πιάσετε τα χαρακώματα των Γερμανών. Αν δεν υπάρχει φυλάκιο δεν θα εκδηλωθείτε σε καμιά περίπτωση. Αποστολή σας είναι να εξασφαλίσετε την έξοδο των τμημάτων που θα μπουν μέσα στο Μοναστηράκι. Αν δυστυχώς βρείτε φυλάκιο πρέπει να το διώξετε και τότε η μάχη θα αρχίσει από το Τραυλοχώρι. Ο Παπάρας θα ναι διοικητής του τμήματος κι εσύ βοηθός του. Επειδή ο Γιάννης ακόμα κουτσαίνει, θα πρέπει να προσέχεις πολύ περισσότερο.» Του είπα «Εντάξει» κι η καρδία μου άρχισε να χτυπάει σαν ρολόι του τοίχου, από εκείνα τα μεγάλα.

Την πρώτη περίπτωση, αν δεν βρούμε στο ύψωμα Γερμανούς να το πιάσουμε και μετά να αντιμετωπίσουμε τυχόν επιθέσεις των Γερμανών και να κρατήσουμε το ύψωμα μέχρις ότου υποχωρήσουν οι δικοί μας, την έβλεπα κατορθωτή.
Τη δεύτερη όμως, να ‘χουν πιασμένα τα χαρακώματα οι Γερμανοί κι εμείς να τους απωθήσουμε με τους απειροπόλεμους εφεδρικούς χωρίς ούτε ένα οπλοπολυβόλο, δεν μπορούσα να τη φανταστώ καθόλου. Ποτέ δεν ρώτησα και δεν έμαθα πως βρέθηκα εγώ εκεί. Αν με ζήτησαν οι Αραχναίος, Κύρλας ονομαστικά ή ζήτησαν από τον Μπατάγια έναν μόνιμο κι αυτός βρήκε εμένα. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα καταριόμουν την ώρα που με βρήκαν και μου ανάθεσαν τέτοια αποστολή. Με τον Παπάρα γνωριζόμασταν καλά και κάπως αλληλοεκτιμιόμασταν.

Πήγα εκεί που ήταν το τμήμα. Ο Παπάρας είχε πάει νωρίτερα. Τον βρήκα να κάνει διαφώτιση. Είχε ακόμα το ράσο του παπά από την Ήπειρο κι ένα μικρό καμπανάκι, που το είχε ακόμα από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Νύχτωσε και ξεκινήσαμε.
Παρ’ όλο που ήταν Ιούλιος, ήταν αρκετά κρύα βραδιά. Κανονίσαμε εγώ να πηγαίνω μπροστά με το σύνδεσμο, πίσω ο λόχος κ τελευταίος ο Παπάρας για να μην πάθουμε καμιά διαρροή, αν συναντήσουμε φυλάκιο. Σ’ όλο το δρόμο προσευχόμασταν για ένα μόνο, να μη βρούμε Γερμανούς στο ύψωμα! Όταν έφτασα στο ύψωμα και δεν συνάντησα Γερμανούς ανάσανα βαθιά. Σκέφτηκα: «Τώρα ας γίνει ό,τι θέλει! Ας έρθουν οι Γερμανοί τώρα να μας βγάλουν από τα χαρακώματα!» Πιάσαμε τα χαρακώματα, γύρω μας ήταν ησυχία. Τους Γερμανούς ευθεία τους είχαμε σε απόσταση μικρότερη από 100 μέτρα.

Θέσεις που κρατούσαν οι Γερμανοί όταν άρχισε η μάχη: ένα φυλάκιο από τη πλευρά του Περγαντί στη Ράχη του Σούτη, διοίκηση στο σπίτι του Θόδωρου Προδρομίτη, το τμήμα που υπαγόταν στον ραδιοπομπό του Περγαντί στο σπίτι του Τσούκα, αποθήκες και στάβλος στο σπίτι του Δημήτρη Μάνθου.

Δικές μας δυνάμεις που πήραν μέρος στη μάχη: Ο πρώτος λόχος και ορισμένοι που ακόμα δεν είχαν σταλεί στους λόχους χτύπησαν το φυλάκιο στη Ράχη του Σούτη και στη συνέχεια μπήκαν στο χωριό από νότια.
Το τμήμα του Κιάμου και μια διμοιρία του δευτέρου λόχου μπήκαν στο χωριό από την πλευρά της Βόνιτσας, από το μύλο του Κωνσταντίνου Πετρόπουλου με αποστολή να χτυπήσουν και να καταλάβουν την Κομαντατούρ, τις αποθήκες και τους στάβλους.
Ο εφεδρικός λόχος είχε πιάσει το Τραυλοχώρι με αποστολή να εξασφαλίσει την υποχώρηση των τμημάτων. Μέρος του δεύτερου λόχου, ορισμένοι εφεδρικοί και κάτι σαμποταριστές που είχαν εκπαιδευτεί τις τελευταίες μέρες έστηναν ενέδρα κάπου στο δρόμο Βόνιτσας-Καρβασαρά, με αποστολή να εμποδίσουν κινήσεις των Γερμανών για ενίσχυση του Καρβασαρά.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και ακούσαμε στα υψώματα νότια από το Μοναστηράκι, στην Ράχη του Σούτη, που άρχισε η μάχη. Δυστυχώς όχι από κει που έπρεπε, δηλαδή μέσα από το χωριό. Η μάχη δυνάμωσε και τα πυρά όσο πήγαινε και πλησίαζαν προς το χωριό. Φαινόταν καθαρά πως οι Γερμανοί υποχωρούσαν και οι δικοί μας τους κυνηγούσαν φωνάζοντας «αέρα-αέρα». Ξεχώριζε η φωνή του Πάνου Μέτου, διμοιρίτη του πρώτου λόχου. Μέσα στο χωριό ακόμα ησυχία. Αγωνιούσαμε για το τι συμβαίνει. Τελικά ακούσαμε μια χειροβομβίδα να σκάει και ταυτόχρονα όπλα και πολυβόλα. Άναψε η μάχη για τα καλά και στο χωριό.

Εμείς στο Τραυλοχώρι ησυχία. Οι Γερμανοί ήταν απασχολημένοι μέσα στο χωριό κι εμείς είχαμε αποστολή να μην εκδηλωθούμε, αν δεν αποπειραθούν οι Γερμανοί να πιάσουν τα υψώματα. Ξαφνικά για μία στιγμή ένα γερμανικό μυδράλιο άρχισε να βάλει καταιγιστικά πυρά στο ύψωμα μας. Μία ομάδα από τους εφεδρικούς αιφνιδιάστηκε και ξεκίνησαν να φύγουν.
Τότε ο Παπάρας, που γύριζε από χαράκωμα σε χαράκωμα, ορθώθηκε μπροστά τους με το πιστόλι στο χέρι και σαν με χαμόγελο τους είπε: «τι συμβαίνει Τίποτε, καραμέλες πέφτουνε.» Λίγο ντροπιασμένοι γύρισαν στις θέσεις τους και δεν ξαναδοκιμάσανε να φύγουν.

Μία παρένθεση εδώ: Αργότερα, όταν η Βόνιτσα ήταν ελεύθερη και μια μέρα με τον Παπάρα βαδίζαμε στον κεντρικό δρόμο, ακούσαμε μία φωνή: «Ε Παπάρα, καραμέλες πέφτουνε», μας πλησίασαν μια ομάδα εφεδρικοί, μας χαιρέτισαν και κάποιος που ήταν εκείνη τη βραδιά στο Τραυλοχώρι είπε στους άλλους την ιστορία με ικανοποίηση και περηφάνια για το πρώτο βάφτισμα στη μάχη, και επανάλαβε: «Και πράγματι τότε καραμέλες πέφτανε.»

Στη διάρκεια της μάχης μας έπιασε μια δυνατή βροχή. Το γερμανικό οπλοπολυβόλο σταμάτησε και ξανά στις θέσεις μας ησυχία. Πλησίαζαν τα ξημερώματα και τα τμήματά μας άρχισαν να υποχωρούν. Οι Γερμανοί άρχισαν να βάλουν και στο Τραυλοχώρι από το χωριό. Είχαμε πιασμένες θέσεις και δεν είχαμε καμιά απώλεια. Όταν πλέον οι δικοί μας βγήκαν από το χωριό, υποχώρησε και το δικό μας τμήμα. Εγώ έμεινα τελευταίος στο ύψωμα και παρακολουθούσα μήπως δεν υπήρχαν πλέον Ελασίτες στο χωριό, υποχώρησα και εγώ. Κατεβαίνοντας από το ύψωμα στο δρόμο που πάει από Μοναστηράκι για Κορπή συνάντησα τον Μήτσο Κύρλα και συνεχίσαμε τον δρόμο για Κορπή.

Από το Μοναστηράκι είχε ξεχυθεί ο άμαχος πληθυσμός στο δρόμο του Άι Θανάση που πάει από Μοναστηράκι για Κορπή, φοβούμενος τα αντίποινα των Γερμανών. Έτρεχαν πίσω από τους αντάρτες, πράγμα πολύ επικίνδυνο, γιατί όπως πήγαιναν σωρηδόν ήταν πολύ καλός στόχος για το γερμανικό πυροβολικό.

Ας αφήσουμε όμως για μια στιγμή τα γυναικόπαιδα και ας έρθουμε στον Κύρλα κι εμένα. Βαδίζοντας μιλούσαμε για τη μάχη. Γενικά ο σκοπός της απασχόλησης των Γερμανών για να μη μπορέσουν να πάνε σε βοήθεια στον Καρβασαρά, που ήταν ο βασικός στόχος, πέτυχε. Δεν μπορούσαμε όμως να είμαστε ευχαριστημένοι για τα τοπικά αποτελέσματα.
Ο Μήτσος ήταν μέσα στο Μοναστηράκι με το τμήμα του Κιάμου, που ήταν να πιάσει την Κομαντατούρ. Και μου ‘λεγε πως σκοτώθηκε ο σύνδεσμος και δεν πρόλαβαν να αιφνιδιάσουν τους Γερμανούς, γιατί άρχισε την μάχη πρώτα ο λόχος του Νούτσου στο φυλάκιο.

Για απώλειες εγώ δεν ήξερα τίποτα. Ο Μήτσος μου είπε πως σκοτώθηκε ο σύνδεσμος κι ένα παιδί από το τμήμα του Κιάμου. Εκεί που προχωρούσαμε είδαμε τον Νούτσο μόνο του αναμαλλιασμένο, με βουρκωμένα τα μάτια.
Έβριζε και μούντζωνε τους Γερμανούς: «Ψοφίμια, εβγάτε όξω, γιατί δεν βγαίνετε όξω ψοφίμια…». Τον πλησιάσαμε και ο Μήτσος τον ρώτησε: «Τι στέκεσαι εδώ; Τι συμβαίνει; Πάμε.».
Ο Κώστας άρχισε: «Ο Πάνος, Μήτσο, ο Πάνος σκοτώθηκε. Να φέρουμε τον όλμο (είχαμε ένα ατομικό ολμάκι) και να τους ξαναεπιτεθούμε. Μήτσο, να εκδικηθούμε τον Πάνο. Ο Πάνος για μένα είναι μεγάλη απώλεια. Ο Πάνος είναι μεγάλη απώλεια για το σύνταγμα.»
Πρώτη φορά έβλεπα τον Κώστα να κλαίει. Το θέαμα ήταν συγκινητικότατο. Προσπαθήσαμε να τον καθησυχάσουμε και να τον πείσουμε πως ήταν καιρός να φύγουμε, γιατί από στιγμή σε στιγμή μπορούσαν να βγουν στο ύψωμα οι Γερμανοί και να μας έχουν σαν στο τηγάνι. Δεν θα ναι υπερβολικό αν πω πως για ένα διάστημα τον πήραμε σέρνοντας.
Άρχισε μετά τα παράπονα για τον Κιάμο, γιατί δεν ενέργησε όπως είχε συμφωνηθεί. Πως άργησε να χτυπήσει την Κομαντατούρ. Πως δεν έκανε καλά η διοίκηση που ανέθεσε στον Κιάμο αυτή την αποστολή κλπ.

Φτάνοντας στην Κορπή ήπιαμε νερό. Από τον Κατσέλη έμαθα πως λέγετε Κορπή και πως είχε εξαιρετικό νερό για το καλοκαίρι έρχονται χιλιάδες κόσμος για παραθέριση. Ήταν πραγματικά μια βρύση που στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί.
Στη βρύση συγκεντρωνόταν όσο πήγαινε και πιο πολύς άμαχος πληθυσμός. Ανακατευόνταν με τους αντάρτες και ο κίνδυνος να αρχίσει το γερμανικό πυροβολικό και να πάθουμε μεγάλες ζημιές μεγάλωνε.
Τότε ο Νούτσος έδωσε εντολή στον Βασίλη Πάντα να σταματήσει τους πολίτες να μην ακολουθούν την αντάρτικη φάλαγγα που τραβούσε για το Βούστρι και να κατευθυνθούν αλλού, όπου να ‘ναι το έδαφος καλυμμένο.
Στην αρχή ορισμένες γυναίκες κλαίγανε και παρακαλούσαν να τις αφήσουμε να έρθουν μαζί μας. Τους εξηγήθηκε ο κίνδυνος που υπήρχε αν έρθουν μαζί μας και τελικά σταμάτησαν.

Στο Μοναστηράκι είχαμε τρία θύματα: Πάνο Μέτο από τα Λέλοβα, Βασίλη Τατσέλο από τον Τρύφο και Μηνά Ζαχαριά από το Τσαγκάρι Σουλίου.
Ο Μέτος και ο Τατσέλος άνηκαν στον πρώτο λόχο και σκοτώθηκαν μεταξύ των σπιτιών Κατσαμπέκη και Χρήστου, κοντά στο σπίτι του γιατρού Μπελτάου.
Τους μετέφεραν στο Βούστρι ο Λάμπρος Κιτσάκης και ο Γιώργος Παππάς.
Τον Τατσέλο στη συνέχεια τον πήραν στο χωριό του.
Ο Μηνάς σκοτώθηκε στη γωνία του σπιτιού του Αθήνη (Βανδώρου), έμεινε στο μέρος που σκοτώθηκε και το πρωί τον βρήκαν οι Γερμανοί. Τον έθαψε η δεκαοχτάχρονη τότε Σταμάτω Τσακάλου που και ύστερα από 45 χρόνια όταν την ρώτησα να μου πεί πού σκοτώθηκε και πού θάφτηκε άρχισε τα κλάματα.

Του Μέτου η κηδεία έγινε στο Βούστρι με όλες τις στρατιωτικές τιμές και τους χριστιανικούς κανόνες. Τα πέντε κορίτσια που ήταν μαζί μας (Βέργω Διαμάντη, Φρόσω και Ευγενία Μαντούση, Χρυσούλα Λελοβίτη και Σταμάτω Χρόνη) είχαν ντυθεί στα μαύρα, σύμφωνα με το έθιμο που επικρατεί στα μέρη μας, που οι γυναίκες μαυροφορεμένες στέκονται και από τις δύο πλευρές του νεκροκρέβατου και μοιρολογάνε.
Ήταν μαζί και γυναίκες απ΄ το Βούστρι, Επονίτες κι Επονίτισσες. Τον έψαλλαν δυο παπάδες, ο παπα-Σωκράτης και ο παπα-Πάνος.
Εκφωνήθηκαν τέσσερις επικήδειοι λόγοι από τον Αραχναίο (διοικητή συντάγματος), τον Νούτσο (διοικητή λόχου και φίλο), τον Χρήστο Καινούργιο (συγχωριανό και φίλο) και τον Πουρνάρα (υπεύθυνο του ΕΑΜ στο Βούστρι).
Ήταν η πρώτη κηδεία που κάναμε με τόσες τιμές. Τιμητικές ριπές, κόσμος πολύς συγκεντρωμένος, αντάρτες και πολίτες, νεκροκρέβατο και μαυροφορεμένες μοιρολογίστρες που τα δάκρυά τους ήταν πραγματικά συναγωνιστικά και αδερφικά, τραγούδισμα από πολλές δεκάδες στόματα του (Επέσατε θύματα), παπάδες κι επικήδειοι λόγοι. Όλοι οι λόγοι ήταν φλογεροί, επαναστατικοί, συγκινητικοί. Δεν υπήρχαν εκεί στεγνά μάτια.
Χαράχτηκαν στην μνήμη μου τα λόγια του Πουρνάρα. Άρχισε έτσι: «Αγαπητέ Παναγιώτη, παιδί φτωχών μα τίμιων γονέων, έδωσες κι εσύ τη ζωή σου και τα νιάτα σου, όπως τόσες χιλιάδες ελληνόπουλα, στον τίμιο αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας, για το καλό του λαού. Τα χώματα του χωριού μας θα σε φιλοξενήσουν, όπως και τον Κατσαντώνη στα χρόνια της πικρής σκλαβιάς, που τον έκρυψαν όταν ήταν άρρωστος από βλογιά.» (Δεν ντρέπομαι να αναγνωρίσω πως αργότερα στον ΔΣΕ, όταν μου τύχαινε να εκφωνήσω επικήδειο λόγο, και δυστυχώς έτυχε πολλές φορές, άρχιζα με τα ίδια λόγια).

Τώρα θα γυρίσουμε για λίγο στο Μοναστηράκι. Στο χωριό μπήκαν, εκτός από τον πρώτο λόχο που έκανε εισβολή από την πλευρά του βουνού Περγαντί, τμήμα επίσης του δεύτερου λόχου. Θυμάμαι καλά τα παιδιά: Κώστας Ανυφαντής, Λεωνίδας Ζάκας, Γιώργος Ψυχουλάκης, Όθωνας κ.α.
Ο Κώστας βγήκε ντυμένος γερμανικά, από παπούτσια μέχρι καπέλο. Είχε τα πιο ξεσχισμένα ρούχα και τα άλλαξε μέχρι σώβρακο. Ο Γερμανός διοικητής είπε: «Αφού θελαν ρούχα, δεν έρχονταν να τους δώσουμε με το καλό όσα θέλουν, αλλά έρχονται και σκοτώνονται;»

Για το τμήμα του Κιάμου άκουσα πως άργησε να φτάσει στο στόχο και δεν εκπλήρωσε όσο θα ‘πρεπε την αποστολή του. Αυτό το άκουσα από τον Νούτσο αμέσως μετά τη μάχη στο δρόμο από Μοναστηράκι προς Κορπή.
Τα ‘λεγε αυτά στον Κύρλα, τον καπετάνιο του συντάγματος. Όταν τα ‘λεγε αυτά ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένος, θλιμμένος, συντετριμμένος ψυχικά από το θάνατο του Μέτου.
Εγώ δεν ήξερα την αποστολή του Κιάμου (τουλάχιστον τότε) και δεν μπορώ να πω τίποτε για αυτό το θέμα.
Διαψεύδω όμως κατηγορηματικά δύο κατηγορίες ενάντια στον Κιάμο και στο τμήμα του: Πρώτον, δεν είναι αλήθεια πως ο Κιάμος δεν μπήκε καθόλου στο κατεχόμενο Μοναστηράκι κι αυτό το μαρτυράει περίτρανα το γεγονός πως μπροστά στην Κομαντατούρ σκοτώθηκε ο Μηνάς Ζαχαριάς και τραυματίστηκε ο Αρσένης Ζαχαριάς, κι οι δυο απ΄ το τμήμα του Κιάμου.
Δεύτερη άδικη κατηγορία είναι αυτό που γράφει ο συναγωνιστής Παπάρας στο βιβλίο του, πως ο Κιάμος έφυγε από το χωριό και ανέβηκε στο Τραυλοχώρι. Στο Τραυλοχώρι ανέβηκα πρώτος και κατέβηκα τελευταίος. Όχι ένας από τους τελευταίους αλλά τελευταίος. Στο Τραυλοχώρι ο Κιάμος δεν βγήκε ούτε κανένας άλλος από το τμήμα του. Δεν μπορούσε να μπει μέσα στο χωριό ο Παπάρας με δέκα μόνιμους από τον πρώτο λόχο, γιατί μαζί μας δεν είχαμε ούτε έναν.
Δεν μπορούσε επίσης να εγκαταλείψει το ύψωμα ο Παπάρας γιατί αν έπιαναν αυτό το ύψωμα οι Γερμανοί δεν θα μπορούσε να βγει από το χωριό ούτε ένας Ελασίτης. Οι Γερμανοί είναι αλήθεια πως δεν αποπειράθηκαν να πιάσουν το Τραυλοχώρι γιατί ήταν στρατιωτική και ήξεραν πως κανένας στρατιωτικός δεν θα ‘μπαινε στο χωριό χωρίς να έχει πιασμένο το ύψωμα αυτό. Ποιος όμως μπορούσε να μας το εγγυηθεί αυτό;
Ο Παπάρας γράφει ακόμη πως το Τραυλοχώρι έπρεπε να κρατηθεί με κάθε θυσία. Ας πάρουμε κ άλλη εκδοχή, πως πήρε δέκα εφεδρικούς και μπήκε στο χωριό. Δεν θα ‘πρεπε να συνεννοηθεί μαζί μου; Δεν θα ‘πρεπε να μου πει πως κινδυνεύει ο Νούτσος και να πάω να τον βοηθήσω; Να μου πει: «Εγώ φεύγω, εσύ πρόσεχε εδώ;».
Ήμουν, ας πούμε, συνδιοικητής του εκείνη τη βραδιά. Μίλησε με τον Κιάμο που δεν ήταν εκεί και δεν συνεννοήθηκε με ‘μένα που από το βράδυ ήμασταν μαζί; Φαίνεται πως η μνήμη του φίλου μου Γιάννη αδυνάτισε, όμως η φαντασία του είναι μεγάλη.

Μετά τη μάχη στο Μοναστηράκι γύρισα στο λόχο μου. Μείναμε στο Βούστρι.


Από http://www.akarnania.net/ και Ξηρόμερο News

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου